Ετυμολογία του όρου:
robota (Τσέχικα): άμισθη/εξαναγκασμένη εργασία
rabu (Σλάβικα): σκλάβος, работать (rabotat’: Ρώσικα): εργασία
arbeit (Γερμανικά): εργασία, ή Erbe (κληρονόμος)
Ρίζα : rob ή rab
επίσης, orb ή orph
Πρώτη εμφάνιση της έννοιας:
Karel Capek (1921), «RUR: Les robots universels de Rossum",
εμφάνιση ενός «Ανδροϊδούς» το οποίο αποκαλείται «robot»...
robota (Τσέχικα): άμισθη/εξαναγκασμένη εργασία
rabu (Σλάβικα): σκλάβος, работать (rabotat’: Ρώσικα): εργασία
arbeit (Γερμανικά): εργασία, ή Erbe (κληρονόμος)
Ρίζα : rob ή rab
επίσης, orb ή orph
Πρώτη εμφάνιση της έννοιας:
Karel Capek (1921), «RUR: Les robots universels de Rossum",
εμφάνιση ενός «Ανδροϊδούς» το οποίο αποκαλείται «robot»...